- πήναις
- πήνηthread on the bobbinfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήνη — ἡ, Α 1. ο μίτος, το νήμα που τυλίγεται στο μασούρι τής σαΐτας τού αργαλειού, το υφάδι που διαπλέκεται με το στημόνι τού υφάσματος που υφαίνεται 2. στον πληθ. αἱ πήναι το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», Ευρ.) 3. το πηνίο, το μασούρι.… … Dictionary of Greek
ποικίλλω — ΝΜΑ [ποικίλος] 1. καθιστώ κάτι ποικίλο, τό διακοσμώ με διάφορα κεντητά, υφασμένα ή ζωγραφισμένα χρώματα («πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ ἀνθαιρόκοισι πήναις», Ευρ.) 2. δίνω διαφορετική μορφή σε κάτι, τό αλλάζω και, κυρίως, τό απαλλάσσω από τη… … Dictionary of Greek